- ἐξετανύσθη
- ἐκτανύωto stretch outaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτανύω — ἐκτανύω (Α) 1. εκτείνω, απλώνω, ξαπλώνω («ὁ δ ὕπτιος ἐξετανύσθη» ξαπλώθηκε ανάσκελα, Ιλ. Η) 2. τεντώνω, εκτείνω, τανύζω 3. επεκτείνω … Dictionary of Greek